- ῥόου
- ῥόονneut gen sgῥόοςstreammasc gen sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
Σέτλαντ ή Ζέτλαντ — (Shetland). Αρχιπέλαγος της Μεγάλης Βρετανίας, που αποτελεί κομητεία της Σκοτίας (1432 τ. χλμ., 22400 κάτ.) με πρωτεύουσα τη Λέρουικ (5919 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ Ατλαντικού ωκεανού στα Δ και Βόρειας θάλασσας στα Α και αποτελείται από μερικές… … Dictionary of Greek